Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοχέομαι
ἀντριάς
ἄντρον
ἀντρώδης
ἄντυξ
ἀντῳδός
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ἀνυμνέω
ἀνύμφευτος
ἄνυμφος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυποδησία
View word page
ἀντωπός
ἀντωπός ὤψ with the eyes opposite, facing, fronting, Luc., Anth.

ShortDef

with the eyes opposite, facing, fronting

Debugging

Headword:
ἀντωπός
Headword (normalized):
ἀντωπός
Headword (normalized/stripped):
αντωπος
IDX:
3473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3474
Key:
a)ntwpo/s

Data

{'content': 'ἀντωπός\n ὤψ\n with the eyes opposite, facing, fronting, Luc., Anth.', 'key': 'a)ntwpo/s'}