Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φθορά
φθόρος
φιάλη
φιάλλω
φιαρός
φιβάλεως
φιδίτια
φιλάβουλος
φιλάγλαος
φιλάγραυλος
φιλαγρευτής
φιλάγρυπνος
φιλάγων
φιλαδελφία
φιλάδελφος
φιλάεθλος
φιλαθήναιος
φιλαιδήμων
φιλαίματος
φιλαίτερος
φιλαίτιος
View word page
φιλαγρευτής
φιλαγρευτής φῐλ-αγρευτής, οῦ, ὁ, fond of the chase, a hunter, Babr.:—fem. φιλ-αγρέτις, ιδος, Anth.
ShortDef
fond of the chase
Debugging
Headword:
φιλαγρευτής
Headword (normalized):
φιλαγρευτής
Headword (normalized/stripped):
φιλαγρευτης
IDX:
34671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34711
Key:
filagreuth/s
Data
{'content': 'φιλαγρευτής\n φῐλ-αγρευτής, οῦ, ὁ,\n fond of the chase, a hunter, Babr.:—fem. φιλ-αγρέτις, ιδος, Anth.', 'key': 'filagreuth/s'}