Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φθογγή
φθόγγος
φθόϊς
φθονερός
φθονέω
φθόνησις
φθόνος
φθορά
φθόρος
φιάλη
φιάλλω
φιαρός
φιβάλεως
φιδίτια
φιλάβουλος
φιλάγλαος
φιλάγραυλος
φιλαγρευτής
φιλάγρυπνος
φιλάγων
φιλαδελφία
View word page
φιάλλω
φιάλλω φιάλλω, to undertake, set about a thing, Ar. deriv. uncertain
ShortDef
to undertake, set about
Debugging
Headword:
φιάλλω
Headword (normalized):
φιάλλω
Headword (normalized/stripped):
φιαλλω
IDX:
34664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34704
Key:
fia/llw
Data
{'content': 'φιάλλω\n φιάλλω,\n to undertake, set about a thing, Ar.\n deriv. uncertain', 'key': 'fia/llw'}