Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φθισίμβροτος
φθίσις
φθιτός
φθίω
Φθιώτης
Φθιῶτις
φθογγάζομαι
φθογγή
φθόγγος
φθόϊς
φθονερός
φθονέω
φθόνησις
φθόνος
φθορά
φθόρος
φιάλη
φιάλλω
φιαρός
φιβάλεως
φιδίτια
View word page
φθονερός
φθονερός φθονερός, ά, όν φθόνος envious, jealous, grudging, of persons, Theogn., Attic:—adv., φθονερῶς ἔχειν to be enviously disposed, Plat., Xen., etc.

ShortDef

envious, jealous, grudging

Debugging

Headword:
φθονερός
Headword (normalized):
φθονερός
Headword (normalized/stripped):
φθονερος
IDX:
34657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34697
Key:
fqonero/s

Data

{'content': 'φθονερός\n φθονερός, ά, όν\n φθόνος\n envious, jealous, grudging, of persons, Theogn., Attic:—adv., φθονερῶς ἔχειν to be enviously disposed, Plat., Xen., etc.', 'key': 'fqonero/s'}