Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄντλος
ἀντοικτίρω
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἀντονομάζω
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοχέομαι
ἀντριάς
ἄντρον
ἀντρώδης
ἄντυξ
ἀντῳδός
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
ἀνυμνέω
View word page
ἀντρώδης
ἀντρώδης εἶδος full of caves, Xen.

ShortDef

full of caves

Debugging

Headword:
ἀντρώδης
Headword (normalized):
ἀντρώδης
Headword (normalized/stripped):
αντρωδης
IDX:
3468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3469
Key:
a)ntrw/dhs

Data

{'content': 'ἀντρώδης\n εἶδος\n full of caves, Xen.', 'key': 'a)ntrw/dhs'}