Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φθινάω
φθινόκαρπος
φθινοπωρίς
φθινόπωρον
φθινύθω
φθίνυλλα
Φθῖος
φθισήνωρ
φθισίμβροτος
φθίσις
φθιτός
φθίω
Φθιώτης
Φθιῶτις
φθογγάζομαι
φθογγή
φθόγγος
φθόϊς
φθονερός
φθονέω
φθόνησις
View word page
φθιτός
φθιτός φθῐτός, ή, όν verb. adj. of φθίνω Trag. word, only used in pl. φθιτοί always without the Art. the dead, Aesch., Eur. liable to perish, Arist.

ShortDef

dead

Debugging

Headword:
φθιτός
Headword (normalized):
φθιτός
Headword (normalized/stripped):
φθιτος
IDX:
34649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34689
Key:
fqito/s

Data

{'content': 'φθιτός\n φθῐτός, ή, όν\n verb. adj. of φθίνω\n Trag. word, only used in pl. φθιτοί always without the Art.\n the dead, Aesch., Eur.\n liable to perish, Arist.', 'key': 'fqito/s'}