Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Φθία
Φθίηνδε
Φθίηφι
φθίνασμα
φθινάς
φθινάω
φθινόκαρπος
φθινοπωρίς
φθινόπωρον
φθινύθω
φθίνυλλα
Φθῖος
φθισήνωρ
φθισίμβροτος
φθίσις
φθιτός
φθίω
Φθιώτης
Φθιῶτις
φθογγάζομαι
φθογγή
View word page
φθίνυλλα
φθίνυλλα φθίνυλλα (ῐ), ἡ, φθίνω nickname for a thin or delicate woman, starveling, Ar.
ShortDef
starveling
Debugging
Headword:
φθίνυλλα
Headword (normalized):
φθίνυλλα
Headword (normalized/stripped):
φθινυλλα
IDX:
34644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34684
Key:
fqi/nulla
Data
{'content': 'φθίνυλλα\n φθίνυλλα (ῐ), ἡ,\n φθίνω\n nickname for a thin or delicate woman, starveling, Ar.', 'key': 'fqi/nulla'}