Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντλία
ἄντλος
ἀντοικτίρω
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἀντονομάζω
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοχέομαι
ἀντριάς
ἄντρον
ἀντρώδης
ἄντυξ
ἀντῳδός
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
ἄνυδρος
ἀνυμέναιος
View word page
ἄντρον
ἄντρον Lat. antrum, a cave, grot, cavern, Od., Trag.
ShortDef
a cave, grot, cavern
Debugging
Headword:
ἄντρον
Headword (normalized):
ἄντρον
Headword (normalized/stripped):
αντρον
IDX:
3467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3468
Key:
a)/ntron
Data
{'content': 'ἄντρον\n Lat. antrum, a cave, grot, cavern, Od., Trag.', 'key': 'a)/ntron'}