Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φήνη
φηρομανής
φήρ
φθάνω
φθαρτικός
φθαρτός
φθέγγομαι
φθέγμα
φθειρίασις
φθειριάω
φθειροτραγέω
φθείρ
φθείρω
φθερσιγενής
Φθία
Φθίηνδε
Φθίηφι
φθίνασμα
φθινάς
φθινάω
φθινόκαρπος
View word page
φθειροτραγέω
φθειροτραγέω φθειροτρᾰγέω, φθείρ = τρώγω to eat fir-cones, Hdt.
ShortDef
to eat fir-cones; eat lice (Powell)
Debugging
Headword:
φθειροτραγέω
Headword (normalized):
φθειροτραγέω
Headword (normalized/stripped):
φθειροτραγεω
IDX:
34630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34670
Key:
fqeirotrage/w
Data
{'content': 'φθειροτραγέω\n φθειροτρᾰγέω,\n φθείρ\n = τρώγω\n to eat fir-cones, Hdt.', 'key': 'fqeirotrage/w'}