Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φῆμις
φήνη
φηρομανής
φήρ
φθάνω
φθαρτικός
φθαρτός
φθέγγομαι
φθέγμα
φθειρίασις
φθειριάω
φθειροτραγέω
φθείρ
φθείρω
φθερσιγενής
Φθία
Φθίηνδε
Φθίηφι
φθίνασμα
φθινάς
φθινάω
View word page
φθειριάω
φθειριάω φθειριάω, fut. -άσω to have morbus pedicularis, Plut.

ShortDef

to have lice, have morbus pedicularis

Debugging

Headword:
φθειριάω
Headword (normalized):
φθειριάω
Headword (normalized/stripped):
φθειριαω
IDX:
34629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34669
Key:
fqeiria/w

Data

{'content': 'φθειριάω\n φθειριάω,\n fut. -άσω\n to have morbus pedicularis, Plut.', 'key': 'fqeiria/w'}