Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φηλόω
φήμη
φημίζω
φημί
φῆμις
φήνη
φηρομανής
φήρ
φθάνω
φθαρτικός
φθαρτός
φθέγγομαι
φθέγμα
φθειρίασις
φθειριάω
φθειροτραγέω
φθείρ
φθείρω
φθερσιγενής
Φθία
Φθίηνδε
View word page
φθαρτός
φθαρτός φθαρτός, ή, όν verb. adj. of φθείρω perishable, Arist.
ShortDef
perishable
Debugging
Headword:
φθαρτός
Headword (normalized):
φθαρτός
Headword (normalized/stripped):
φθαρτος
IDX:
34625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34665
Key:
fqarto/s
Data
{'content': 'φθαρτός\n φθαρτός, ή, όν\n verb. adj. of φθείρω\n perishable, Arist.', 'key': 'fqarto/s'}