Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀντλέω
ἄντλημα
ἀντλία
ἄντλος
ἀντοικτίρω
ἄντομαι
ἀντόμνυμι
ἀντονομάζω
ἀντοφείλω
ἀντοφθαλμέω
ἀντοχέομαι
ἀντριάς
ἄντρον
ἀντρώδης
ἄντυξ
ἀντῳδός
ἀντωμοσία
ἀντωνέομαι
ἀντωπός
ἀντωφελέω
ἀνύβριστος
View word page
ἀντοχέομαι
ἀντοχέομαι Pass. to drive or ride against, Mosch.

ShortDef

to drive

Debugging

Headword:
ἀντοχέομαι
Headword (normalized):
ἀντοχέομαι
Headword (normalized/stripped):
αντοχεομαι
IDX:
3465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3466
Key:
a)ntoxe/omai

Data

{'content': 'ἀντοχέομαι\n Pass. to drive or ride against, Mosch.', 'key': 'a)ntoxe/omai'}