Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φευκτός
φευξείω
φεῦξις
φεῦ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φήγινος
φηγός
φήληξ
φηλητεύω
φηλητής
φῆλος
φηλόω
φήμη
φημίζω
φημί
φῆμις
φήνη
φηρομανής
φήρ
φθάνω
View word page
φηλητής
φηλητής φηλητής, οῦ, ὁ, φῆλος a knave, thief, Hes., etc.

ShortDef

a knave, thief (LSJ φιλήτης)

Debugging

Headword:
φηλητής
Headword (normalized):
φηλητής
Headword (normalized/stripped):
φηλητης
IDX:
34613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34653
Key:
fhlhth/s

Data

{'content': 'φηλητής\n φηλητής, οῦ, ὁ,\n φῆλος\n a knave, thief, Hes., etc.', 'key': 'fhlhth/s'}