Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φέρμα
φερνή
Φερρεφάττιον
Φερσέφασσα
φέρτατος
φερτός
φέρω
φεύγω
φεύζω
φευκτέος
φευκτός
φευξείω
φεῦξις
φεῦ
φεψαλόομαι
φέψαλος
φήγινος
φηγός
φήληξ
φηλητεύω
φηλητής
View word page
φευκτός
φευκτός φευκτός, ή, όν verb. adj. of φεύγω to be shunned or avoided, Arist. that can be avoided, Soph.
ShortDef
to be shunned
Debugging
Headword:
φευκτός
Headword (normalized):
φευκτός
Headword (normalized/stripped):
φευκτος
IDX:
34603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34643
Key:
feukto/s
Data
{'content': 'φευκτός\n φευκτός, ή, όν\n verb. adj. of φεύγω\n to be shunned or avoided, Arist.\n that can be avoided, Soph.', 'key': 'feukto/s'}