Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνή
Φερρεφάττιον
Φερσέφασσα
φέρτατος
φερτός
φέρω
φεύγω
φεύζω
φευκτέος
φευκτός
φευξείω
φεῦξις
φεῦ
φεψαλόομαι
φέψαλος
View word page
φερτός
φερτός verb. adj. of φέρω, endurable, Eur.
ShortDef
endurable
Debugging
Headword:
φερτός
Headword (normalized):
φερτός
Headword (normalized/stripped):
φερτος
IDX:
34598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34638
Key:
ferto/s
Data
{'content': 'φερτός\n verb. adj. of φέρω, endurable, Eur.', 'key': 'ferto/s'}