Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φερέκακος
φερέκαρπος
φερένικος
φερέοικος
φερέπονος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνή
Φερρεφάττιον
Φερσέφασσα
φέρτατος
φερτός
φέρω
φεύγω
φεύζω
φευκτέος
View word page
φέριστος
φέριστος φέριστος, η, ον v. φέρτατος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φέριστος
Headword (normalized):
φέριστος
Headword (normalized/stripped):
φεριστος
IDX:
34592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34632
Key:
fe/ristos

Data

{'content': 'φέριστος\n φέριστος, η, ον\n v. φέρτατος.', 'key': 'fe/ristos'}