Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φερεαυγής
φερέγγυος
φερέκακος
φερέκαρπος
φερένικος
φερέοικος
φερέπονος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνή
Φερρεφάττιον
Φερσέφασσα
φέρτατος
φερτός
φέρω
φεύγω
View word page
φερετρεύομαι
φερετρεύομαι φερετρεύομαι, Pass. to be carried on a litter, Plut. from φέρετρον

ShortDef

to be carried on a litter

Debugging

Headword:
φερετρεύομαι
Headword (normalized):
φερετρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
φερετρευομαι
IDX:
34590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34630
Key:
feretreu/omai

Data

{'content': 'φερετρεύομαι\n φερετρεύομαι,\n Pass. to be carried on a litter, Plut.\n from φέρετρον', 'key': 'feretreu/omai'}