Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φέρασπις
φέρβω
φερεαυγής
φερέγγυος
φερέκακος
φερέκαρπος
φερένικος
φερέοικος
φερέπονος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνή
Φερρεφάττιον
Φερσέφασσα
φέρτατος
φερτός
View word page
φερεσσακής
φερεσσακής φερεσ-σᾰκής, ές σάκος shield-bearing, Hes.
ShortDef
shield-bearing
Debugging
Headword:
φερεσσακής
Headword (normalized):
φερεσσακής
Headword (normalized/stripped):
φερεσσακης
IDX:
34588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34628
Key:
feressakh/s
Data
{'content': 'φερεσσακής\n φερεσ-σᾰκής, ές\n σάκος\n shield-bearing, Hes.', 'key': 'feressakh/s'}