Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φερανθής
φέρασπις
φέρβω
φερεαυγής
φερέγγυος
φερέκακος
φερέκαρπος
φερένικος
φερέοικος
φερέπονος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνή
Φερρεφάττιον
Φερσέφασσα
φέρτατος
View word page
φερέσβιος
φερέσβιος φερέσ-βιος, ον, life-giving, γαῖα Hhymn., Hes.
ShortDef
life-giving
Debugging
Headword:
φερέσβιος
Headword (normalized):
φερέσβιος
Headword (normalized/stripped):
φερεσβιος
IDX:
34587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34627
Key:
fere/sbios
Data
{'content': 'φερέσβιος\n φερέσ-βιος, ον,\n life-giving, γαῖα Hhymn., Hes.', 'key': 'fere/sbios'}