Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φενακισμός
φέναξ
φένω†
φερανθής
φέρασπις
φέρβω
φερεαυγής
φερέγγυος
φερέκακος
φερέκαρπος
φερένικος
φερέοικος
φερέπονος
φερέσβιος
φερεσσακής
φερεστάφυλος
φερετρεύομαι
φέρετρον
φέριστος
φέρμα
φερνή
View word page
φερένικος
φερένικος φερέ-νῑκος, ον, νίκη carrying off victory, Pind.
ShortDef
carrying off victory
Debugging
Headword:
φερένικος
Headword (normalized):
φερένικος
Headword (normalized/stripped):
φερενικος
IDX:
34584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34624
Key:
fere/nikos
Data
{'content': 'φερένικος\n φερέ-νῑκος, ον,\n νίκη\n carrying off victory, Pind.', 'key': 'fere/nikos'}