Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φειστέος
φελλεύς
φέλλινος
φελλίον
φελλόπους
φελλός
Φελλώ
φενάκη
φενακίζω
φενακισμός
φέναξ
φένω†
φερανθής
φέρασπις
φέρβω
φερεαυγής
φερέγγυος
φερέκακος
φερέκαρπος
φερένικος
φερέοικος
View word page
φέναξ
φέναξ .φέναξ, ᾱκος, a cheat, quack, impostor, Ar.
ShortDef
a cheat, quack, impostor
Debugging
Headword:
φέναξ
Headword (normalized):
φέναξ
Headword (normalized/stripped):
φεναξ
IDX:
34575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34615
Key:
fe/nac
Data
{'content': 'φέναξ\n .φέναξ, ᾱκος,\n a cheat, quack, impostor, Ar.', 'key': 'fe/nac'}