Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φάω
φέβομαι
φέγγος
φέγγω
φειδίτια
φείδομαι
φειδωλή
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
φειδώ
φειστέος
φελλεύς
φέλλινος
φελλίον
φελλόπους
φελλός
Φελλώ
φενάκη
φενακίζω
φενακισμός
View word page
φειδώ
φειδώ φειδώ, όος, φείδομαι a sparing, νεκύων Il. absol. thrift, parsimony, Od., Hes.: thrift in exposing oneself to danger, Thuc.

ShortDef

a sparing

Debugging

Headword:
φειδώ
Headword (normalized):
φειδώ
Headword (normalized/stripped):
φειδω
IDX:
34564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34604
Key:
feidw/

Data

{'content': 'φειδώ\n φειδώ, όος,\n φείδομαι\n a sparing, νεκύων Il.\n absol. thrift, parsimony, Od., Hes.: thrift in exposing oneself to danger, Thuc.', 'key': 'feidw/'}