Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαυλότης
φαυσίμβροτος
φάω
φέβομαι
φέγγος
φέγγω
φειδίτια
φείδομαι
φειδωλή
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
φειδώ
φειστέος
φελλεύς
φέλλινος
φελλίον
φελλόπους
φελλός
Φελλώ
φενάκη
View word page
φειδωλός
φειδωλός φειδωλός, ή, όν sparing, thrifty, and as Subst. a niggard, miser, Ar., Plat.; φ. γλῶσσα a niggard tongue, Hes.:—c. gen., φ. χρημάτων Plat.; τὸ φειδωλόν φειδώ, Plat.:—adv. -λῶς, Plat.
ShortDef
sparing, thrifty
Debugging
Headword:
φειδωλός
Headword (normalized):
φειδωλός
Headword (normalized/stripped):
φειδωλος
IDX:
34562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34602
Key:
feidwlo/s
Data
{'content': 'φειδωλός\n φειδωλός, ή, όν\n sparing, thrifty, and as Subst. a niggard, miser, Ar., Plat.; φ. γλῶσσα a niggard tongue, Hes.:—c. gen., φ. χρημάτων Plat.; τὸ φειδωλόν φειδώ, Plat.:—adv. -λῶς, Plat.', 'key': 'feidwlo/s'}