Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαῦλος
φαυλότης
φαυσίμβροτος
φάω
φέβομαι
φέγγος
φέγγω
φειδίτια
φείδομαι
φειδωλή
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
φειδώ
φειστέος
φελλεύς
φέλλινος
φελλίον
φελλόπους
φελλός
Φελλώ
View word page
φειδωλία
φειδωλία φειδωλία, ἡ, = φειδώ, Ar., Plat.

ShortDef

thrift, sparing

Debugging

Headword:
φειδωλία
Headword (normalized):
φειδωλία
Headword (normalized/stripped):
φειδωλια
IDX:
34561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34601
Key:
feidwli/a

Data

{'content': 'φειδωλία\n φειδωλία, ἡ,\n = φειδώ, Ar., Plat.', 'key': 'feidwli/a'}