Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαυλίζω
φαῦλος
φαυλότης
φαυσίμβροτος
φάω
φέβομαι
φέγγος
φέγγω
φειδίτια
φείδομαι
φειδωλή
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
φειδώ
φειστέος
φελλεύς
φέλλινος
φελλίον
φελλόπους
φελλός
View word page
φειδωλή
φειδωλή φειδωλή, ἡ, = φειδώ, Il., Solon.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φειδωλή
Headword (normalized):
φειδωλή
Headword (normalized/stripped):
φειδωλη
IDX:
34560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34600
Key:
feidwlh/

Data

{'content': 'φειδωλή\n φειδωλή, ἡ,\n = φειδώ, Il., Solon.', 'key': 'feidwlh/'}