Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φατίζω
φάτις
φάτνη
φατός
φάττιον
φαυλεπίφαυλος
φαυλίζω
φαῦλος
φαυλότης
φαυσίμβροτος
φάω
φέβομαι
φέγγος
φέγγω
φειδίτια
φείδομαι
φειδωλή
φειδωλία
φειδωλός
φείδων
φειδώ
View word page
φάω
φάω .φάω, to give light, shine (like φαίνω II), Od.
ShortDef
to give light, shine
Debugging
Headword:
φάω
Headword (normalized):
φάω
Headword (normalized/stripped):
φαω
IDX:
34554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34594
Key:
fa/w
Data
{'content': 'φάω\n .φάω,\n to give light, shine (like φαίνω II), Od.', 'key': 'fa/w'}