Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
Φάρος
φᾶρος
φάρσος
φάρυγξ
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
Φασιανός
φάσις
φάσις2
Φᾶσις
φάσκω
φάσμα
φάσσα
φασσοφόνος
φατειός
φατέος
φατίζω
View word page
Φασιανός
Φασιανός Φᾱσιᾱνός, όν from the river Phasis (v. Φᾶσις) :—ὁ Φ. (sc. ὄρνις) , the Phasian bird, pheasant, Ar.:—so Φασιανικὸς, ὄρνις, with a play on συκοφάντης, Ar.

ShortDef

from the river Phasis
pheasant

Debugging

Headword:
Φασιανός
Headword (normalized):
φασιανός
Headword (normalized/stripped):
φασιανος
IDX:
34534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34574
Key:
fasiano/s

Data

{'content': 'Φασιανός\n Φᾱσιᾱνός, όν\n from the river Phasis (v. Φᾶσις) :—ὁ Φ. (sc. ὄρνις) , the Phasian bird, pheasant, Ar.:—so Φασιανικὸς, ὄρνις, with a play on συκοφάντης, Ar.', 'key': 'fasiano/s'}