Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
Φάρος
φᾶρος
φάρσος
φάρυγξ
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
Φασιανός
φάσις
φάσις2
Φᾶσις
φάσκω
φάσμα
φάσσα
φασσοφόνος
φατειός
View word page
φασγανουργός
φασγανουργός φασγᾰν-ουργός, όν ἔργω forging swords, Aesch.
ShortDef
forging swords
Debugging
Headword:
φασγανουργός
Headword (normalized):
φασγανουργός
Headword (normalized/stripped):
φασγανουργος
IDX:
34532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34572
Key:
fasganourgo/s
Data
{'content': 'φασγανουργός\n φασγᾰν-ουργός, όν\n ἔργω\n forging swords, Aesch.', 'key': 'fasganourgo/s'}