Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
Φάρος
φᾶρος
φάρσος
φάρυγξ
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
Φασιανός
φάσις
φάσις2
Φᾶσις
φάσκω
φάσμα
View word page
φάρσος
φάρσος φάρσος, ος, εος, τό, a part, portion, φάρσεα πόλιος the quarters of a city, Hdt. deriv. uncertain
ShortDef
a part, portion
Debugging
Headword:
φάρσος
Headword (normalized):
φάρσος
Headword (normalized/stripped):
φαρσος
IDX:
34529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34569
Key:
fa/rsos
Data
{'content': 'φάρσος\n φάρσος, ος, εος, τό,\n a part, portion, φάρσεα πόλιος the quarters of a city, Hdt.\n deriv. uncertain', 'key': 'fa/rsos'}