Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
Φάρος
φᾶρος
φάρσος
φάρυγξ
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
Φασιανός
φάσις
View word page
φαρμακώδης
φαρμακώδης φαρμᾰκ-ώδης, ες εἶδος of the nature of a φάρμακον, medicinal, Arist. poisonous, Plut.

ShortDef

of the nature of a φάρμακον

Debugging

Headword:
φαρμακώδης
Headword (normalized):
φαρμακώδης
Headword (normalized/stripped):
φαρμακωδης
IDX:
34525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34565
Key:
farmakw/dhs

Data

{'content': 'φαρμακώδης\n φαρμᾰκ-ώδης, ες\n εἶδος\n of the nature of a φάρμακον, medicinal, Arist.\n poisonous, Plut.', 'key': 'farmakw/dhs'}