Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
Φάρος
φᾶρος
φάρσος
φάρυγξ
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
Φασιανός
View word page
φαρμακόω
φαρμακόω φαρμᾰκόω, fut. -ώσω to endue with healing power, Pind.

ShortDef

to endue with healing power

Debugging

Headword:
φαρμακόω
Headword (normalized):
φαρμακόω
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοω
IDX:
34524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34564
Key:
farmako/w

Data

{'content': 'φαρμακόω\n φαρμᾰκόω,\n fut. -ώσω\n to endue with healing power, Pind.', 'key': 'farmako/w'}