Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
Φάρος
φᾶρος
φάρσος
φάρυγξ
φάσγανον
φασγανουργός
φάσηλος
View word page
φαρμακοτρίβης
φαρμακοτρίβης φαρμᾰκο-τρίβης (ῐ), ου, ὁ, τρίβω one who grinds drugs or colours, Dem.
ShortDef
one who grinds drugs
Debugging
Headword:
φαρμακοτρίβης
Headword (normalized):
φαρμακοτρίβης
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοτριβης
IDX:
34523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34563
Key:
farmakotri/bhs
Data
{'content': 'φαρμακοτρίβης\n φαρμᾰκο-τρίβης (ῐ), ου, ὁ,\n τρίβω\n one who grinds drugs or colours, Dem.', 'key': 'farmakotri/bhs'}