Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
Φάρος
φᾶρος
φάρσος
φάρυγξ
φάσγανον
View word page
φαρμακοπώλης
φαρμακοπώλης φαρμᾰκο-πώλης, ου, ὁ, a dealer in drugs, Ar.

ShortDef

a dealer in drugs

Debugging

Headword:
φαρμακοπώλης
Headword (normalized):
φαρμακοπώλης
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοπωλης
IDX:
34521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34561
Key:
farmakopw/lhs

Data

{'content': 'φαρμακοπώλης\n φαρμᾰκο-πώλης, ου, ὁ,\n a dealer in drugs, Ar.', 'key': 'farmakopw/lhs'}