Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
Φάρος
φᾶρος
φάρσος
φάρυγξ
View word page
φαρμακοποσία
φαρμακοποσία φαρμᾰκοποσία, ἡ, a drinking of medicine, Xen., Plat. a drinking of poison, Luc.

ShortDef

a drinking of medicine

Debugging

Headword:
φαρμακοποσία
Headword (normalized):
φαρμακοποσία
Headword (normalized/stripped):
φαρμακοποσια
IDX:
34520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34560
Key:
farmakoposi/a

Data

{'content': 'φαρμακοποσία\n φαρμᾰκοποσία, ἡ,\n a drinking of medicine, Xen., Plat.\n a drinking of poison, Luc.', 'key': 'farmakoposi/a'}