Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
Φάρος
φᾶρος
View word page
φαρμακίς
φαρμακίς φαρμᾰκίς, ίδος, fem. of φαρμακεύς a sorceress, witch, Lat. venefica, Ar., Dem.
ShortDef
a sorceress, witch
Debugging
Headword:
φαρμακίς
Headword (normalized):
φαρμακίς
Headword (normalized/stripped):
φαρμακις
IDX:
34518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34558
Key:
farmaki/s
Data
{'content': 'φαρμακίς\n φαρμᾰκίς, ίδος,\n fem. of φαρμακεύς\n a sorceress, witch, Lat. venefica, Ar., Dem.', 'key': 'farmaki/s'}