Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
φαρμάσσω
View word page
φαρμακεύς
φαρμακεύς φαρμᾰκεύς, έως, ὁ, φάρμακον a poisoner, sorcerer, Soph.

ShortDef

a poisoner, sorcerer

Debugging

Headword:
φαρμακεύς
Headword (normalized):
φαρμακεύς
Headword (normalized/stripped):
φαρμακευς
IDX:
34516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34556
Key:
farmakeu/s

Data

{'content': 'φαρμακεύς\n φαρμᾰκεύς, έως, ὁ,\n φάρμακον\n a poisoner, sorcerer, Soph.', 'key': 'farmakeu/s'}