Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
φαρμακώδης
View word page
φαρμακεία
φαρμακεία φαρμᾰκείᾱ, ἡ, φαρμακεύω the use of drugs, potions, spells, Plat. poisoning, witchcraft, Lat. veneficium, Dem. remedy, cure, Arist.
ShortDef
the use of drugs, potions, spells
Debugging
Headword:
φαρμακεία
Headword (normalized):
φαρμακεία
Headword (normalized/stripped):
φαρμακεια
IDX:
34515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34555
Key:
farmakei/a
Data
{'content': 'φαρμακεία\n φαρμᾰκείᾱ, ἡ,\n φαρμακεύω\n the use of drugs, potions, spells, Plat.\n poisoning, witchcraft, Lat. veneficium, Dem.\n remedy, cure, Arist.', 'key': 'farmakei/a'}