Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φανός2
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
φαρμακόω
View word page
φαρμακάω
φαρμακάω φαρμᾰκάω, φάρμακον to suffer from the effect of poison, to be ill or distraught, Dem.

ShortDef

to suffer from the effect of poison, to be ill

Debugging

Headword:
φαρμακάω
Headword (normalized):
φαρμακάω
Headword (normalized/stripped):
φαρμακαω
IDX:
34514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34554
Key:
farmaka/w

Data

{'content': 'φαρμακάω\n φαρμᾰκάω,\n φάρμακον\n to suffer from the effect of poison, to be ill or distraught, Dem.', 'key': 'farmaka/w'}