Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φανός
φανός2
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
φαρμακοπώλης
φαρμακός
φαρμακοτρίβης
View word page
Φαρισαῖος
Φαρισαῖος Φαρισαῖος, ου, a Pharisee, Separatist (from pharash, to distinguish), one of a sect who separated themselves from other Jews as affecting superior holiness.

ShortDef

a Pharisee, Separatist
Pharisaean, Pharisee

Debugging

Headword:
Φαρισαῖος
Headword (normalized):
φαρισαῖος
Headword (normalized/stripped):
φαρισαιος
IDX:
34513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34553
Key:
*farisai=os

Data

{'content': 'Φαρισαῖος\n Φαρισαῖος, ου,\n a Pharisee, Separatist (from pharash, to distinguish), one of a sect who separated themselves from other Jews as affecting superior holiness.', 'key': '*farisai=os'}