Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φανερόω
φανή
φανίον
φανός
φανός2
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
φαρμακοποσία
View word page
φαρέτρα
φαρέτρα φᾰρέτρα, Ionic -τρη, ἡ, prob. from φέρω a quiver for arrows, Lat. pharetra, Hom.
ShortDef
a quiver
Debugging
Headword:
φαρέτρα
Headword (normalized):
φαρέτρα
Headword (normalized/stripped):
φαρετρα
IDX:
34510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34550
Key:
fare/tra
Data
{'content': 'φαρέτρα\n φᾰρέτρα, Ionic -τρη, ἡ,\n prob. from φέρω\n a quiver for arrows, Lat. pharetra, Hom.', 'key': 'fare/tra'}