Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φανίον
φανός
φανός2
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
φαρμακίς
φάρμακον
View word page
φάραγξ
φάραγξ φάραγξ (ᾰ), αγγος, a cleft or chasm in a mountain, a ravine, gully, Aesch., Eur. deriv. uncertain
ShortDef
a cleft
Debugging
Headword:
φάραγξ
Headword (normalized):
φάραγξ
Headword (normalized/stripped):
φαραγξ
IDX:
34509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34549
Key:
fa/ragc
Data
{'content': 'φάραγξ\n φάραγξ (ᾰ), αγγος,\n a cleft or chasm in a mountain, a ravine, gully, Aesch., Eur.\n deriv. uncertain', 'key': 'fa/ragc'}