Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φανερόμισος
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φανίον
φανός
φανός2
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
φαρμακεία
φαρμακεύς
φαρμακεύω
View word page
φάντασμα
φάντασμα φάντασμα, ατος, τό, φαντάζω = φάσμα an appearance, phantasm, phantom, Aesch., Eur.:— a vision, dream, Theocr. in Philosophy, v. φαντασία. a mere image, unreality, Plat.

ShortDef

an appearance, phantasm, phantom

Debugging

Headword:
φάντασμα
Headword (normalized):
φάντασμα
Headword (normalized/stripped):
φαντασμα
IDX:
34507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34547
Key:
fa/ntasma

Data

{'content': 'φάντασμα\n φάντασμα, ατος, τό,\n φαντάζω\n = φάσμα\n an appearance, phantasm, phantom, Aesch., Eur.:— a vision, dream, Theocr.\n in Philosophy, v. φαντασία. \n a mere image, unreality, Plat.', 'key': 'fa/ntasma'}