Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαλός
φάλος
φαναῖος
φανερόμισος
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φανίον
φανός
φανός2
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
φαρμακάω
View word page
φανός2
φανός2 φᾱνός, οῦ, ὁ, φάω a torch of vine-twigs, Xen.; cf. πᾱνός.,
ShortDef
light, bright
a torch
Debugging
Headword:
φανός2
Headword (normalized):
φανός
Headword (normalized/stripped):
φανος2
IDX:
34504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34544
Key:
fano/s2
Data
{'content': 'φανός2\n φᾱνός, οῦ, ὁ,\n φάω\n a torch of vine-twigs, Xen.; cf. πᾱνός.,', 'key': 'fano/s2'}