Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαλλός
φαλός
φάλος
φαναῖος
φανερόμισος
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φανίον
φανός
φανός2
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
φαρετρεών
φαρέτριον
Φαρισαῖος
View word page
φανός
φανός φᾱνός, ή, όν φαίνω light, bright, Xen.:— τὸ φανόν brightness, light, Plat. of garments, washed clean, Ar. metaph. bright, joyous, Aesch., Plat. conspicuous, Plat. adv. -νῶς perspicuously; Sup. φανότατα, Luc.
ShortDef
light, bright
a torch
Debugging
Headword:
φανός
Headword (normalized):
φανός
Headword (normalized/stripped):
φανος
IDX:
34503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34543
Key:
fano/s1
Data
{'content': 'φανός\n φᾱνός, ή, όν\n φαίνω\n light, bright, Xen.:— τὸ φανόν brightness, light, Plat.\n of garments, washed clean, Ar.\n metaph. bright, joyous, Aesch., Plat.\n conspicuous, Plat.\n adv. -νῶς perspicuously; Sup. φανότατα, Luc.', 'key': 'fano/s1'}