Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
φαλῆς
φάλλαινα
φαλλικός
φαλλός
φαλός
φάλος
φαναῖος
φανερόμισος
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φανίον
φανός
φανός2
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
φαρέτρα
View word page
φανερόω
φανερόω φᾰνερόω, fut. -ώσω φανερός to make manifest, NTest. to make known or famous:—Pass. to become so, Hdt.
ShortDef
to make manifest
Debugging
Headword:
φανερόω
Headword (normalized):
φανερόω
Headword (normalized/stripped):
φανεροω
IDX:
34500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34540
Key:
fanero/w
Data
{'content': 'φανερόω\n φᾰνερόω,\n fut. -ώσω\n φανερός\n to make manifest, NTest.\n to make known or famous:—Pass. to become so, Hdt.', 'key': 'fanero/w'}