Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Φάληρον
φαλῆς
φάλλαινα
φαλλικός
φαλλός
φαλός
φάλος
φαναῖος
φανερόμισος
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φανίον
φανός
φανός2
φαντάζω
φαντασία
φάντασμα
φάος
φάραγξ
View word page
φανερόφιλος
φανερόφιλος φᾰνερό-φῐλος, ον, openly loving, an open friend, Arist.

ShortDef

openly loving, an open friend

Debugging

Headword:
φανερόφιλος
Headword (normalized):
φανερόφιλος
Headword (normalized/stripped):
φανεροφιλος
IDX:
34499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34539
Key:
fanero/filos

Data

{'content': 'φανερόφιλος\n φᾰνερό-φῐλος, ον,\n openly loving, an open friend, Arist.', 'key': 'fanero/filos'}