Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Φαληρόθεν
Φαληροῖ
Φαληρόνδε
Φάληρον
φαλῆς
φάλλαινα
φαλλικός
φαλλός
φαλός
φάλος
φαναῖος
φανερόμισος
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φανίον
φανός
φανός2
φαντάζω
φαντασία
View word page
φαναῖος
φαναῖος φᾰναῖος, α, ον φανή giving or bringing light, Eur.

ShortDef

giving or bringing light

Debugging

Headword:
φαναῖος
Headword (normalized):
φαναῖος
Headword (normalized/stripped):
φαναιος
IDX:
34496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34536
Key:
fanai=os

Data

{'content': 'φαναῖος\n φᾰναῖος, α, ον\n φανή\n giving or bringing light, Eur.', 'key': 'fanai=os'}