Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Φαληρεύς
φαληριάω
Φαληρικός
Φαληρόθεν
Φαληροῖ
Φαληρόνδε
Φάληρον
φαλῆς
φάλλαινα
φαλλικός
φαλλός
φαλός
φάλος
φαναῖος
φανερόμισος
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φανίον
φανός
View word page
φαλλός
φαλλός φαλλός, οῦ, ὁ, membrum virile, phallus, a figure borne in procession in the Bacchic orgies, as an emblem of the generative power in nature, Hdt., Ar.

ShortDef

phallus, figure of a phallus

Debugging

Headword:
φαλλός
Headword (normalized):
φαλλός
Headword (normalized/stripped):
φαλλος
IDX:
34493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34533
Key:
fallo/s

Data

{'content': 'φαλλός\n φαλλός, οῦ, ὁ,\n membrum virile, phallus, a figure borne in procession in the Bacchic orgies, as an emblem of the generative power in nature, Hdt., Ar.', 'key': 'fallo/s'}