Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

φάλαρος
Φαληρεύς
φαληριάω
Φαληρικός
Φαληρόθεν
Φαληροῖ
Φαληρόνδε
Φάληρον
φαλῆς
φάλλαινα
φαλλικός
φαλλός
φαλός
φάλος
φαναῖος
φανερόμισος
φανερός
φανερόφιλος
φανερόω
φανή
φανίον
View word page
φαλλικός
φαλλικός φαλλικός, ή, όν of or for the φαλλός:—τὸ φαλλικόν (sc. μέλος) the phallic song, Ar.

ShortDef

of or for the φαλλός, phallic

Debugging

Headword:
φαλλικός
Headword (normalized):
φαλλικός
Headword (normalized/stripped):
φαλλικος
IDX:
34492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n34532
Key:
falliko/s

Data

{'content': 'φαλλικός\n φαλλικός, ή, όν\n of or for the φαλλός:—τὸ φαλλικόν (sc. μέλος) the phallic song, Ar.', 'key': 'falliko/s'}