φαλακρός
φαλακρός
φᾰλακρός, ά, όν
φαλός
baldheaded, bald, Hdt., Plat., etc.; πρόσωπον φαλακρόν Eur.
{ "content": "φαλακρός\n φᾰλακρός, ά, όν\n φαλός\n baldheaded, bald, Hdt., Plat., etc.; πρόσωπον φαλακρόν Eur.", "key": "falakro/s" }